εὖρος

εὖρος
εὖρος, εος, τό,
A breadth, width, mostly abs., εὖρος in breadth, opp. μῆκος or ὕψος, Od.11.312, Hdt.1.93,178, al.;

ποταμὸς εὖρος πλέθρου X.An.1.4.4

(τὰ εὖρος πλέθρου ib.1.4.9);

εἰς εὖρος E.Cyc.390

;

ἐν εὔρει A.Th.763

(lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Εὖρος — the East wind masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὖρος — the East wind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύρος — Η απόσταση ανάμεσα στις πλησιέστερες πλευρές μιας επιφάνειας (αλλιώς φάρδος ή πλάτος). Ε. τόξου ονομάζεται η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων του. (Αστρον.) Το συμπλήρωμα του αζιμουθίου αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του. Δίνεται από τον τύπο:… …   Dictionary of Greek

  • εύρος — το ους 1. η απόσταση μεταξύ των κοντινότερων πλευρών μιας επιφάνειας, αλλ. πλάτος, φάρδος. 2. «εύρος τόξου», η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων του. 3. (μαθημ.), η απόσταση δύο ορίων ανάμεσα στα οποία υπάρχουν οι τιμές μεταβλητής ποσότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εύρος ανοχής — Η περιοχή μεταξύ της ελάχιστης και της μέγιστης τιμής ενός αβιοτικού παράγοντα (θερμοκρασίας, υγρασίας κλπ.) στην οποία ένας οργανισμός μπορεί να συνεχίζει τη φυσιολογική λειτουργία του. Σε γραφική παράσταση η δραστηριότητα του οργανισμού μέσα σε …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασιακό εύρος — Η διαφορά μεταξύ των θερμοκρασιών ενός σώματος σε δύο διαφορετικούς χρόνους· ειδικά στη μετεωρολογία, είναι η διαφορά μεταξύ μέγιστων και ελάχιστων τιμών της θερμοκρασίας του αέρα ενός τόπου, που πραγματοποιούνται σε ορισμένο χρονικό διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • εὔρει — εὖρος the East wind neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὔρεϊ , εὖρος the East wind neut dat sg (epic ionic) εὖρος the East wind neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρέων — εὖρος the East wind neut gen pl (epic doric ionic aeolic) εὐρύς wide masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) εὐρέω̆ν , εὐρύς wide masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔρεα — εὖρος the East wind neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔρεος — εὖρος the East wind neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔρην — εὖρος the East wind neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”